- κατεισαγωγεύς
- κατεισ-ᾰγωγεύς, έως, ὁ,A magistrate's clerk, POxy.2154.7 (iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατεισαγωγεύς — κατεισαγωγεύς, έως, ὁ (Α) [εισαγωγεύς] πάπ. γραμματέας διοικητικής ή δικαστικής εξουσίας … Dictionary of Greek